Ο Iερός Ναός Των Εισοδίων της Θεοτόκου (Καπνικαρέα) ως Μνημείο
Το ελληνικό πνεύμα του μέτρου και της αρμονίας χαρακτηρίζει το ναό της Καπνικαρέας. Προσαρμόζεται αρμονικά στο ανθρώπινο μέτρο. Εσωτερικά, αποπνέει μια ήρεμη ατμόσφαιρα, ανυψώνοντας τον πιστό, κάνοντάς τον να πλησιάσει αρμονικά την Θεϊκή Παρουσία . Η αρχαιολόγος Βασιλική Καλεσιοπούλου μας παραθέτει ένα επιστημονικό άρθρο που αναδυκνύει την αξία και σημασία του Ι. Ναού και ως πολιτιστικό μνημείο .Η ιστορική αναδρομή μας ταξιδεύει μια χιλιετία στο παρελθον .Αναφέρεται στην αρχιτεκτονική και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Ναού που είναι ένα πραγματικό στολίδι για την Αθήνα .
Ο ιερός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου της Καπνικαρέας βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, στον εμπορικό δρόμο της Ερμού. Χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, στην Μεσοβυζαντινή περίοδο και είναι ένας από τους σημαντικότερους βυζαντινούς ναούς της Αθήνας. Η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών έχει συμβάλει σημαντικά στην δύσκολη αποκατάσταση και ιστορική μελέτη των βυζαντινών ναών των Αθηνών. Η σημερινή μορφή της πόλης είναι αποτέλεσμα δύο κυρίως ιστορικών περιόδων, της αρχαίας-ρωμαϊκής και της σύγχρονης, των τελευταίων δύο αιώνων. Η βυζαντινή και η οθωμανική περίοδος αντιπροσωπεύονται από λίγα κτήρια, η Βυζαντινή περίοδος κυρίως από ναούς. [1] Θα ήταν ορθό προτού αναλύσει κανείς το μνημείο, να αναφερθεί έστω και επιγραμματικά στο ιστορικό πλαίσιο και την πόλη της Αθήνας την εποχή της ανέγερσης του ναού.
Από τον 9ο αιώνα έως το 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής της. Ειδικά την περίοδο των δυναστειών των Μακεδόνων και των Κομνηνών αυτοκρατόρων, ο βυζαντινός κλασικισμός βρίσκει την πιο ιδανική του μορφή. Μετά το 1057 και την επανάσταση των στρατιωτικών, στο θρόνο ανεβαίνει ο Ισαάκιος Α' Κομνηνός, ένας αριστοκράτης από την Μικρά Ασία. Τα επόμενα είκοσι τέσσερα χρόνια κυβέρνησαν αυτοκράτορες από την στρατιωτική ή την πολιτική αριστοκρατία του Βυζαντίου. Το 1054 έγινε το οριστικό σχίσμα της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά τα Πατριαρχεία της Αντιόχειας, της Ιερουσαλήμ και της Αλεξάνδρειας ήταν υπό αραβική κατοχή, συνεπώς το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είχε ουσιαστική θέση στον πνευματικό-ιερατικό τομέα. Την ίδια περίοδο, η Ρώμη και η Βαγδάτη είχαν αρχίσει να συρρικνώνονται ως αστικά κέντρα, ενώ η Κωνσταντινούπολη παρέμενε η ισχυρότερη πόλη και η επιρροή της στον υπόλοιπο γνωστό κόσμο ήταν ισχυρή όσο ποτέ άλλοτε την εποχή αυτή.[2] Εν αντιθέσει με την Κωνσταντινούπολη, η Αθήνα ήταν μία βυζαντινή πολίχνη την εποχή κατασκευής της Καπνικαρέας, με ζωντανή ωστόσο την ανάμνηση της αρχαίας κλασσικής αίγλης και του λαμπρού της παρελθόντος στην μνήμη των Βυζαντινών. Οι ιστορικοί θεωρούν αξιομνημόνευτο το γεγονός της ανέγερσης τόσων περικαλλών βυζαντινών εκκλησιών σε μία μικρή πόλη σαν την μεσαιωνική Αθήνα, ωστόσο ίσως θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν η άγραφη παράδοση της πόλης, σύμφωνα με την οποία τρεις αυτοκράτειρες του Βυζαντίου προέρχονταν από την Αθήνα: η Αθηναΐς-Ευδοκία, η Ειρήνη η Αθηναία και η Θεοφανώ. Αναμφίβολα, την εποχή κατασκευής της Καπνικαρέας η αυτοκρατορική εξουσία της Κωνσταντινούπολης έδειξε κάποιο ενδιαφέρον για την πόλη της Αθήνας.
Υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές σχετικά με την ονομασία του ναού ως «Καπνικαρέας». Αναφέρεται ωστόσο και η ονομασία «Καμουχαρέα» σε παλαιότερες μαρτυρίες: οι περιηγητές Σπον και Γουέλερ στο τελευταίο τέταρτο του 17ουαιώνα την αναφέρουν με αυτό το επίθετο. «καμουχάς» ήταν η ονομασία ενός πολύτιμου μεταξωτού υφάσματος, με το οποίο ενδεχομένως να είχαν καλύψει την εικόνα της Θεοτόκου εσωτερικά στον ναό. Είναι πιθανόν ακόμη να υπήρχαν την εποχή της ανέγερσης του ναού στην περιοχή εργαστήρια παραγωγής τέτοιου υφάσματος. Επικράτησε ωστόσο η εκδοχή του επιθέτου «Καπνικαρέα». Κατά μια ερμηνεία, μετά την πυρπόληση της Αθήνας από τους Τούρκους το 1689 η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε καπνισμένη, αλλά δεν καταστράφηκε. Από τις δύο λέξεις «καπνός» και «κάρα», συνεπώς, ίσως να προήλθε η ονομασία ολόκληρου του ναού. Ήταν γνωστή και ως «Εκκλησία της Βασιλοπούλας» την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, ο ναός ανεγέρθη πάνω σε προγενέστερο, τον οποίον είχε χτίσει μία από τις δύο Αθηναίες αυτοκράτειρες, η Ειρήνη ή η Ευδοκία. [3]
Επικρατέστερη ωστόσο είναι η ερμηνεία πως το επίθετο «Καπνικαρέα» δόθηκε στον ναό από τον ιδρυτή της, η επαγγελματική ιδιότητα του οποίου απέδωσε και την ονομασία στον Ναό. Ο κτήτορας, ο οποίος πιθανόν ήταν «Καπνικάρης» διατελούσε δηλαδή εισπράκτορας ενός είδους κεφαλικού φόρου, του επονομαζόμενου καπνικού. Ο φόρος αυτός είχε καταργηθεί από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία (797-802) για τους πάροικους εκκλησιαστικών κτημάτων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ωστόσο τον επανέφερε ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α' ο Λογοθέτης ταυτόχρονα με άλλους δέκα φόρους, οι οποίοι ονομάστηκαν «κακώσεις».
O καπνικός φόρος αφορούσε τα κτήρια τα οποία χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες, συνεπώς γινόταν χρήση εστίας και εξερχόταν από αυτά καπνός. Όσο περισσότερες εστίες υπήρχαν σε κάποια οικία, τόσο αυξανόταν και το ποσό του φόρου. Πιθανόν από αυτόν τον φόρο να προήλθε η φράση ότι κάποιος είναι από μεγάλο τζάκι.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
Ο ναός στην σημερινή του μορφή αποτελείται από ένα σύμπλεγμα τριών κτηριακών δομών, τον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, το παρεκκλήσι της Αγ. Βαρβάρας στο βόρειο τμήμα και τον εξωνάρθηκα με το πρόπυλο στα δυτικά. Η ανέγερση αυτών των κτηρίων έγινε σε διαφορετικές περιόδους. Το αρχικό κτίσμα έχει οικοδομηθεί πάνω σε ερείπια αρχαίου ναού, κατά την συνήθεια των χριστιανών των πρώιμων χρόνων, για να εδραιώσουν τον Χριστιανισμό και των Βυζαντινών αργότερα είτε γιατί ήταν ένας ήδη δημοφιλής θρησκευτικός ιερός χώρος. Ο αρχαίος ναός ήταν αφιερωμένος σε κάποια γυναικεία θεότητα, πιθανόν στην Δήμητρα ή την Αθηνά. Mερικά από τα παράλληλα μνημεία στην Αθήνα είναι η εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης στην Πλάκα, ο Αγ. Ιωάννης κοντά στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου και η Παναγία η Γοργοεπήκοος, αλλιώς γνωστή ως Αγ. Ελευθέριος.[4]
O ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου ανήκει αρχιτεκτονικά στον σύνθετο τετρακιόνιο τύπο σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλλο. Ο αρχιτεκτονικός αυτός τύπος σημαίνει πως ο σταυρός που σχηματίζεται στην οροφή του ναού εγγράφεται σε ένα τετράγωνο.
Εξωτερική άποψη του ναού
Η τοιχοποιία έχει σχηματιστεί από δόμους, ορισμένοι από τους οποίους αποτελούν υλικό παλαιοχριστιανικών κτισμάτων, πρακτική οποία ήταν ευρέως διαδεδομένη στη βυζαντινή εποχή. Αυτό αποδεικνύεται από τα αρχαία ή παλαιοχριστιανικά λίθινα ή μαρμάρινα υλικά τα οποία βρίσκονται ενσωματωμένα σε βυζαντινούς ναούς. Οι δόμοι στην Καπνικαρέα είναι τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν σταυρούς. Αυτό είναι χαρακτηριστικό των ναών των αρχών του 11ου και 12ου αιώνα. Παράλληλα, έχει γίνει χρήση ογκωδών πρισματικών λίθων, στις γωνίες ή στα κατώτερα μέρη των τοίχων, έτσι ώστε να αποκτήσει μια μνημειώδη μορφή ο Ναός, άλλα παράλληλα να δίδεται και η «εντύπωση ευστάθειας.»[5]
Στα ανώτερα τμήματα η τοιχοποιία ακολουθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, το οποίο επικράτησε για μεγάλο διάστημα στον ελλαδικό χώρο στην ναοδομία από το β' μισό του 10ου αιώνα. Το συγκεκριμένο σύστημα αποτελείται από πωρόλιθους λαξευμένους σε ορθογώνιο σχήμα, ενώ στους αρμούς ανάμεσα, παρεμβάλλονται λεπτές πλίνθοι. Στην Αθήνα, το είδος του πωρόλιθου ήταν συνήθως κογχυλιάτης λίθος. Στα μνημεία του τέλους του 10ου αι. και των αρχών του 11ου, συνηθίζονταν τα σύνθετα κεραμικά συμπλέγματα (ψευδοκουφικά όπως ονομάζονται) στους κάθετους αρμούς. Στην Καπνικαρέα όμως αυτά έχουν εκφυλιστεί πλέον, κυριαρχεί η οπτόπλινθος, όπως συνέβαινε στα μνημεία των μέσων του 11ου αιώνα, χαρακτηριστικό το οποίο συνέβαλε και στην χρονολόγηση του μνημείου, λίγο μετά τα μέσα του 11ου αιώνα.[6]
Στο ναό της Καπνικαρέας είχε γίνει αρκετά περιορισμένη χρήση ψευδοκουφικών. Έτσι ονομάζονται τα κεραμικά διακοσμητικά συμπλέγματα, τα οποία πήραν το όνομά τους από την περιοχή Κούφα της Μεσοποταμίας και μιμούνται τα σχέδια της πρώτης αραβικής γραφής. Στην αρχιτεκτονική του ελλαδικού χώρου αυτά εμφανίζονται το β' μισό του 10ου αιώνα με αρκετή ποικιλομορφία, αλλά εκφυλίζεται η χρήση τους στη συνέχεια. Στην Καπνικαρέα γίνεται χρήση μόνο πέντε κουφικών διακοσμητικών στους κάθετους αρμούς. Η περιορισμένη χρήση τους τοποθετεί χρονικά το μνημείο μετά το ναό των Αγ. Αποστόλων στην αρχαία Αγορά, στον οποίο γίνεται ευρεία χρήση και χρονολογείται γύρω στο 1000, ή στον κατεστραμμένο ναό του Προφήτη Ηλία στο Σταροπάζαρο. Προγενέστερη χρήση παρατηρείται στο Ναό των Αγ. Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος, στον οποίο υπάρχουν κουφικά διακοσμητικά μόνο στους λοβούς των παραθύρων. [7]
Ανάλογα περιορισμένη στην νοτιοελλαδική ναοδομία είναι και η χρήση οδοντωτών ταινιών, οι οποίες στον ελλαδικό χώρο ακολουθούν φθίνουσα πορεία όπως και τα κουφικά μοτίβα.[8] Στις αρχές του 11ου αιώνα είναι αρκετά έντονη η παρουσία τους[9], ωστόσο στην Καπνικαρέα υπάρχει μία η οποία περιτρέχει τα παράθυρα στο ύψος της ποδιάς και περιβάλλει τα τόξα των λοβών των παραθύρων. Το οδοντωτό πλίνθινο γείσο ήταν γνωστό από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Απαντά σε όλους τους μεσοβυζαντινούς ναούς και εξαφανίζεται προς το τέλος του 11ου αιώνα καθώς αντικαθίσταται με λοξότμητο πώρινο τον επόμενο αιώνα.[10]
Η στέγαση του ναού έχει γίνει με βαθμιδωτούς θόλους, ενώ τονισμένες με οδοντωτό γείσο είναι στο κάτω μέρος όλες οι απολήξεις των στεγών. Στο κέντρο δεσπόζει ο κομψός αθηναϊκός τρούλλος. Η στέγαση του νάρθηκα είναι τριμερής, με τα πλαϊνά τμήματα να έχουν μονόρρυτη στέγη και το μεσαίο δίρρυτη.
Στην ανατολική πλευρά, το Ιερό Βήμα εξωτερικά σχηματίζει τρεις κόγχες. Η μεσαία κόγχη είναι αρκετά ψηλότερη, φτάνει ως το αέτωμα σχεδόν του ανατολικού σκέλους του σταυρού. Oι κόγχες αποτελούνται από τρεις πλευρές, ενώ στο ύψος της ποδιάς των παραθύρων, υπάρχουν λίθινοι λεπτοί κοσμήτες με λοξότμητη διατομή, οι οποίοι είναι επηρεασμένοι από την παλαιοχριστιανική παράδοση.
H μεσαία κόγχη έχει τρίλοβο παράθυρο, ενώ οι κόγχες των παραβημάτων έχουν δίλοβο. Οι λοβοί χωρίζονται μεταξύ τους με λεπτούς αμφικιονίσκους, με βάση και επίθημα. Το ανάγλυφο σχέδιο των επικράνων των αμφικιονίσκων, που φέρουν καρδιόσχημο φυτικό διάκοσμο, θυμίζει αντίστοιχο στο τέμπλο του Οσίου Λουκά. Γενικώς, θα μπορούσε να πει κανείς πως τα περισσότερα από τα γλυπτά του ναού είναι σε δεύτερη χρήση. [11]
Ο κοσμήτης ο οποίος περιτρέχει την ανατολική εξωτερική πλευρά του Ιερού αποτελεί επιρροή από το μνημείο της Σωτήρας Λυκοδήμου καθώς απαντάται παλαιότερα στον συγκεκριμένο ναό.[12] Το συγκεκριμένο μνημείο επηρεάστηκε από το Καθολικό τις Μονής του Οσίου Λουκά. Τα παράθυρα από τους λοβούς ως γένεσή τους, πλαισιώνει οδοντωτή ταινία, ως τις πλάγιες πλευρές των κογχών.
Ο 11ος αιώνας είναι η εποχή του κλασικισμού στην ελλαδική αρχιτεκτονική. Εμφανίζεται ένα νέο κεραμοπλαστικό ελληνικό διακοσμητικό μοτίβο, το βαθμιδωτό κόσμημα. [13] Στον ναό της Καπνικαρέας αυτό βρίσκεται ως ταινία η οποία επιστέφει την νότια είσοδο και ένα παράθυρο της αψίδας της πρόθεσης [14].
Eκτός της δυτικής εισόδου ο ναός διέθετε άλλη μία στην νότια πλευρά, η οποία σήμερα έχει τοιχιστεί. Η είσοδος πρέπει να τοιχίστηκε μετά το 1836, διότι σε μία υδατογραφία του έτους αυτού, αγνώστου καλλιτέχνη, η θύρα αυτή είναι ανοιχτή. Η υδατογραφία φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Στο μνημείο σώζονται insitu μόνο τα κατώτερα μέρη του μαρμάρινου θυρώματος με απλό κυματοειδή διάκοσμο. Η θύρα αυτή επιστεφόταν με ένα πεταλόσχημο τόξο, αρχιτεκτονικό μοτίβο που φανερώνει αραβική επίδραση, αρκετά διαδεδομένο στην μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική. Εξετάζοντας κάποιος προσεκτικά τα διακοσμητικά στοιχεία της Καπνικαρέας, κυρίως τις οδοντωτές ταινίες και τα κουφικά κεραμοπλαστικά, καταλήγει στο συμπέρασμα πως το μνημείο χρονολογείται λίγο μετά το 1050. Είναι μεταγενέστερο από τον ναό της Σωτείρας Λυκοδήμου, αλλά προηγείται χρονικά της Αγ. Αικατερίνης στην Πλάκα και του Αγ. Νικολάου του Ραγκαβά ή του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου, επίσης στην Πλάκα. Η χρήση ψευδοκουφικών διακοσμητικών έχει παρατηρηθεί πως εκφυλίζεται καθώς προχωρά ο 11ος αιώνας.[15]
Ο Τρούλλος-Εξωτερικά χαρακτηριστικά
O τρούλλος της Καπνικαρέας είναι αθηναϊκού τύπου, το τύμπανο είναι οκταγωνικό, «με μαρμάρινους ημι-οκταγωνικής διατομής κιονίσκους στις ακμές του». [16] Σε οκτώ σημεία συγκεντρώνονται τα όμβρια, εκεί υπάρχουν ραδινές υδρορροές με τη μορφή ζώων. Συγκεκριμένα, απεικονίζουν λεοντοκεφαλές, με τονισμένους οφθαλμούς και ένθετες κόρες. Σώζονται οι τέσσερις σήμερα από αυτές. Σε κάθε πλευρά του οκταγώνου του τρούλλου υπάρχει παράθυρο μονόλοβο με πλίνθινο πλαίσιο στο τόξο. Στον τρούλλο της Καπνικαρέας, ο οποίος είναι απλούστερος από αυτόν των Αγ. Θεοδώρων της πλατείας Κλαυθμώνος, τα δίλοβα παράθυρα έγιναν μονόλοβα, οι υδρορροές έχουν γίνει ραδινές και οι λεοντοκεφαλές δεν είναι φυσιοκρατικά αποδοσμένες, αλλά έχει εκφυλιστεί η απεικόνισή τους. Θα πρέπει να ληφθεί όμως υπ' όψιν πως ο κτήτορας της Καπνικαρέας πιθανόν να μην είχε την οικονομική άνεση για να δαπανήσει περισσότερα, όπως ο αξιωματούχος ο οποίος κατασκεύασε τους Αγ. Θεοδώρους στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Το μνημείο αποπνέει την αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας όπως τα μνημεία της αρχαίας Ελλάδος. Εξωτερικά δίνει την εντύπωση της ελαφριάς ανύψωσης και της χάρης, καθώς βαθμιδωτά κλιμακώνονται οι θόλοι και ο τρούλλος , ενώ παρεμβάλλονται οι ευθείες γραμμές και κυριαρχούν οι καμπύλες.
Εσωτερική διαμόρφωση του ναού
Εξετάζοντας τα εσωτερικά χαρακτηριστικά, ενδιαφέρουσα είναι η διαμόρφωση του Ιερού Βήματος, στο οποίο έχουν ανοιχθεί ημικυκλικές κόγχες, με διόδους προς τα παραβήματα. Mε αυτόν τον τρόπο το Ιερό αποκτά τριμερή μορφή και διευκολύνεται η κινητικότητα μέσα σε αυτό. Ανάλογη διαμόρφωση παρατηρούμε και στο κτήριο της επονομαζόμενης Ρωσικής Εκκλησίας (μνημείο της Σωτείρας Λυκoδήμου, στο Καθολικό του Οσίου Λουκά στην Βοιωτία του πρώιμου 11ου αιώνα, στο Καθολικό της μονής Δαφνίου και σε ορισμένους άλλους ναούς του 11ου αιώνα. Η διάταξη αυτή είναι αναβίωση από ναούς των Παλαιοχριστιανικών χρόνων και αποδεικνύει την επίδραση από την αρχιτεκτονική τέχνη της Κωνσταντινούπολης.
Στο εσωτερικό του κυρίως ναού υπάρχουν παραστάδες οι οποίες αντιστοιχούν στους τέσσερεις κίονες. Ενισχύουν τα σημεία, στα οποία μεταφέρεται με την μεσολάβηση τόξων το βάρος των θόλων της οροφής χαρακτηριστικό που θυμίζει την αρχιτεκτονική σχολή της Κωνσταντινούπολης και στην Αθήνα εμφανίζεται και στην Μονή Πετράκη.[17]Ωστόσο στην Καπνικαρέα έχουν παραλειφθεί οι εξωτερικές αντηρίδες.[18] Το ίδιο παρατηρείται και στην Αγ. Αικατερίνη στην Πλάκα, ενώ στον ναό του Οσίου Λουκά οι εξωτερικές αντηρίδες είναι εμφανείς. Την παλαιοχριστιανική παράδοση ακολουθούν και οι λίθινοι λεπτοί κοσμήτες. Ένα άλλο σημαντικό διακοσμητικό στοιχείο είναι οι λίθινοι λοξότμητοι λεπτοί κοσμήτες που φέρουν γλυπτό διάκοσμο και περιτρέχουν τη στεφάνη του τρούλλου, το ύψος της γέννησης του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας και τις απολήξεις των παραστάδων.
Το σημερινό μαρμάρινο τέμπλο είναι σχετικά πρόσφατο, κατασκευάστηκε το 1961-1962 και μιμείται το αντίστοιχο μεσοβυζαντινό το οποίο κοσμούσε τον Ναό. Αντικατέστησε το ξύλινο ψηλό τέμπλο το οποίο υπήρχε από το 1938. Από το μεσοβυζαντινό τέμπλο έχει σωθεί μόνο ένα μαρμάρινο θωράκιο με φυλλοφόρο σταυρό και ρόδακες, το οποίο φυλάσσεται στο Βυζαντινό μουσείο Αθηνών.[19]
[
Ο Τρούλος-Εσωτερικά χαρακτηριστικά
Ο τρούλος του ναού εσωτερικά στηρίζεται σε τέσσερις αρράβδωτους κίονες, οι οποίοι επιστέφονται με παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα πιθανόν του 5ου αιώνα .[20] Τα τρία από αυτά είναι κορινθιακά, ενώ το τέταρτο είναι κορινθιάζοντα τύπου με ανακαμπτόμενα φύλλα καλάμου πάνω και ακανθόφυλλα κάτω.
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΖΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ
Βυζαντινές τοιχογραφίες δεν σώθηκαν στο εσωτερικό του ναού της Καπνικαρέας. Για τις τοιχογραφίες ναζαρηνής τεχνοτροπίας δεν υπάρχουν επαρκή ιστορικά στοιχεία ούτε για τον καλλιτέχνη ο οποίος τις φιλοτέχνησε. Πιθανόν χρονολογούνται στις αρχές του 20ου αιώνα.[21]
Οι αγιογραφίες οι οποίες κοσμούν σήμερα τον ναό έγιναν την δεκαετία του 1940. Το μεγαλύτερο μέρος ανήκει στον Φώτη Κόντογλου ο οποίος ξεκίνησε να αγιογραφεί την εκκλησία το 1942, αρχίζοντας από την αψίδα με την τεχνοτροπία της νωπογραφίας (fresco). Με το έργο του αυτό ο καλλιτέχνης άρχισε το έργο του στην Αττική. Είναι εμφανές από τις αγιογραφίες του Ιερού Βήματος, του τρούλλου και του νότιου τοίχου πως προσπάθησε να δώσει στο μνημείο «αυστηρό, ήρεμο και κλασσικίζον μεταβυζαντινό ύφος, ανάλογο με της πρώιμης μεταβυζαντινής εποχής».[22]
Όσον αφορά τις αγιογραφίες του Ιερού Βήματος, το γενικότερο αισθητικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από μνημειακό ύφος και κατανυκτική αίσθηση, η οποία προκύπτει από την χρωματική λιτότητα και την αρμονία. Έχουν δουλευτεί με την πλατιά τεχνοτροπία και με πράσινο προπλασμό. Ακόμη και μετά την αλλοίωση των χρωμάτων από την υγρασία του ποταμού Ηριδανού και το πέρασμα του χρόνου, η φυσικότητα των χρωμάτων τις κάνει να φαίνονται ομοιόμορφες με το χρώμα των λίθων του Ναού.
Στην αγιογραφία της Γέννησης, τα πρόσωπα της εικόνας έχουν αγιογραφηθεί με την τεχνοτροπία της Μακεδονικής σχολής, σε λαδοπράσινο προπλασμό. Είναι εμφανής η έκφραση γλυκύτητας των μορφών από την ένωση του προπλασμού και του χρώματος της σαρκός, τους πυρροδισμούς στις παρειές και τις λευκές ψιμμιθιές με τις οποίες ολοκληρώνονται τα φωτίσματα.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές αποκλίσεις από την Ύστερη Βυζαντινή εικονογράφηση την οποία θέλει να μιμηθεί. Παρατηρώντας κανείς την εικονογράφηση, δεν ακολουθεί την ιστορική πορεία των γεγονότων από την ζωή του Ιησού αλλά υπάρχει περισσότερο μια εννοιολογική σύνδεση. Στην καμάρα του Ιερού Βήματος, στην αγιογραφία για την ετοιμασία του Θρόνου, το βασικό δογματικό στοιχείο, ο Θρόνος, απουσιάζει. Το έργο του Φώτη Κόντογλου συνέχισαν οι μαθητές του, οπότε υπάρχει διαφοροποίηση στο αισθητικό αποτέλεσμα και στο ύφος σε ορισμένες αγιογραφίες. Πιθανόν επειδή η τεχνική της νωπογραφίας απαιτεί ταχύτητα, να αγιογράφησαν κάποιοι μαθητές ταυτόχρονα με τον αγιογράφο ορισμένα πρόσωπα. Ως παράδειγμα μπορεί να φέρει κανείς τα πρόσωπα των Αγγέλων στην εικονογράφηση της Γέννησης, που έχουν φωτιστεί με πολύ έντονο τρόπο, αν τα συγκρίνει κανείς με τα πρόσωπα άλλων μορφών. Ο Φώτης Κόντογλου απέφευγε το ποσότητα έντονου άσπρου χρώματος διότι θεωρούσε πως την έκανε να υστερεί σε πνευματικότητα. Πιθανόν οι μορφές αυτές φιλοτεχνήθηκαν από κάποιον μαθητή του.[23]
ΤΟ ΠΡΟΠΥΛΟ
Το πρόπυλο είναι διακοσμημένο με οδοντωτό γείσο και σχηματίζονται αετώματα και στις τρεις πλευρές. Πρόκειται για ένα αρκετά εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα με έντονα διακοσμητικά στοιχεία.
Είναι λίγο παράδοξο το γεγονός ότι το πρόπυλο πλαισίωσε μια επιβλητική είσοδο και τοποθετήθηκε σε στενή πλευρά στοάς. Η χρονολόγηση προκύπτει από συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία.
Γίνεται επίσης χρήση κιόνων και γλυπτών παλαιότερων εποχών. Η καλλιτεχνική αυτή έκφραση θα συναντήσει το απόγειο της στον Ναό της Θεοτόκου της Γοργοεπηκόου, ο οποίος είναι λίγο μεταγενέστερος και είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένος από παλαιότερα γλυπτά. Οι οριζόντιες γραμμές εντάσσονται στο κλασικιστικό πνεύμα της εποχής, ενώ τα οξυκόρυφα αετώματα είναι σαφής δυτική επίδραση. [24]
Παρατηρώντας κανείς το κτήριο από την ΝΔ πλευρά διαπιστώνει κάποια δυσαρμονία στην σύνδεση των τριών διαφορετικών κτισμάτων. Δεν γνωρίζουμε αν υπήρχε ανάλογο πρόπυλο και στο βόρειο τμήμα της στοάς και καταστράφηκε μαζί με το παρεκκλήσιο. Το πρόπυλο χρονολογείται στον πρώιμο 12ο αιώνα, καθώς έχει τρία πλίνθινα τόξα, το ένα εκ των οποίων, πεταλόσχημο, είναι εναρμονισμένο με εκείνο της τοιχισμένης θύρας.
Ο ΕΞΩΝΑΡΘΗΚΑΣ
Στην δυτική πλευρά του ναού, σε ολόκληρο το μήκος, προστέθηκε μεταγενέστερα, πιθανόν τον πρώιμο 12ο αιώνα, μια στενόμακρη ανοικτή στοά με δίλοβα ή μoνόλοβα ανοίγματα και με αρράβδωτους κίονες. Οι παραστάδες επιστέφονται με παλαιότερα παλαιοχριστιανικά τμήματα πεσσοκράνων (5ου αι. μ.Χ.). Είναι χτισμένη με ιδιαίτερα προσεγμένο πλινθοπερίκλειστο σύστημα ενώ τα κεραμοπλαστικά διακοσμητικά καλύπτουν με τέχνη το κάτω μέρος των τόξων ή κοσμούν τα τεταρτοκυκλικά πτερύγια στην βάση των μονόλοβων παραθύρων. Τα τεταρτοκυκλικά πτερύγια βοηθούν να ενταχθούν αρμονικά και καλαίσθητα τα ανοίγματα των παραθύρων στα οξυκόρυφα αετώματα. Τα πτερύγια αυτά παρατηρεί κανείς ότι βρίσκονται σε κάποια απόσταση από την στέγη, δεν εξυπηρετούν δομική κάλυψη.
Στον εξωνάρθηκα σώζονται μόνο ορισμένες τοιχογραφίες του 19ου αιώνα, οι οποίες ακολουθούν δυτική τεχνοτροπία.
ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ
Στο βόρειο τμήμα διακρίνεται το παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρβάρας. Πρόκειται για Ναό μονόχωρο με τρούλλο, με τοιχοποιία σχετικά ελλιπώς φροντισμένη σε σχέση με τον κυρίως Ναό. Ανάγεται στην Τουρκοκρατία ή έστω λίγο μετά την απελευθέρωση. Οπωσδήποτε όμως χρονολογείται πριν το 1836, καθώς απεικονίζεται στην υδατογραφία αυτής της χρονιάς. Ίσως πρόκειται για κατασκευή του οπλαρχηγού Π. Πρέντζα της επανάστασης. Υπήρχε ωστόσο παρεκκλήσιο και στη βυζαντινή εποχή, καθώς σώζονται ίχνη πλινθοπερίκλειστης τοιχοποιίας στο ανατολικό και δυτικό τμήμα του Ναού. Ο δυτικός τοίχος μετά την αφαίρεση του επιχρίσματος μέχρι το τόξο έχει σωθεί και είναι χτισμένος με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα της μεσοβυζαντινής περιόδου. Είναι πολύ πιθανόν να καταστράφηκε κατά την πολιορκία της Αθήνας από τους Τούρκους τα έτη 1826-1827, όπως και ο Ναός της Σωτείρας Λυκοδήμου. Αξιοσημείωτο είναι ένα διακοσμητικό στοιχείο στην ανατολική πλευρά. Υπάρχει ένα μικρό δίλοβο παράθυρο. Πάνω από αυτό είναι εντοιχισμένο ένα θραύσμα από παλαιοχριστιανικό γλυπτό με απεικόνιση πουλιών, τα οποία βρίσκονται εκατέρωθεν από το δένδρο της ζωής και τρέφονται από αυτό. [25]
Παρατηρώντας προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της παλαιότερης φάσης οικοδόμησης, μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι ανάγεται στο β' μισό του 11ου αιώνα, την περίοδο ανοικοδόμησης του Ναού. Προφανώς η ανοικοδόμηση του κυρίως Ναού διακόπηκε για ένα μικρό διάστημα στο ύψος των λοβών των παραθύρων και όταν άρχισαν εκ νέου οι εργασίες, ξεκίνησε πιθανόν και η ανέγερση του παρεκκλησίου. Παρατηρείται επίσης διαφορά στην σύνθεση του κονιάματος. Στο κατώτερο τμήμα είναι χονδρόκοκκο, έχουν χρησιμοποιηθεί ασβέστης, τριμμένο κεραμίδι και άμμος ενώ στο ανώτερο τμήμα είναι λεπτόκοκκο.[26] Το πιθανότερο είναι πως το παρεκκλήσιο χτίστηκε για να λειτουργήσει ως κοιμητηριακό, φαινόμενο αρκετά σύνηθες στην Βυζαντινή εποχή.
Ο ΝΑΟΣ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
Ο ναός το 1834 κινδύνεψε να κατεδαφιστεί με θέσπισμα του ελληνικού κράτους για να εφαρμοστεί το ρυμοτομικό σχέδιο του αρχιτέκτονα Leon von Klenze ο οποίος είχε προβλέψει να κατασκευάσει την οδό Ερμού ευθεία και χωρίς εμπόδια στην ίδια ευθεία με την είσοδο των βασιλικών ανακτόρων (τη σημερινή Βουλή). Ευτυχώς σώθηκε χάρη στην παρέμβαση του πατέρα του Όθωνα, του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, ο οποίος ήταν φιλέλληνας. Το ίδιο δυστυχώς ίσως να είχε συμβεί και το 1863, εξαιτίας μιας κυβερνητικής απόφασης, αλλά τελικά σώθηκε χάρη στην αντίδραση των ενοριτών[27].
Οι καταστροφικές αυτές αποφάσεις των αρχών ερμηνεύονται από τον έντονο κλασικισμό των νεοελλήνων του 19ουαιώνα οι οποίοι αναζητούσαν την ταυτότητα του ελληνισμού στο απώτερο αρχαίο ιδεώδες, αδιαφορώντας για το βυζαντινό παρελθόν.[28]
Ο ναός της Καπνικαρέας ανήκει σήμερα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ύστερα από ενέργειες του καθηγητή Αμίλκα Αλιβιζάτου και σύμφωνα με νόμο, το 1931.[29] Πραγματοποιήθηκαν αρκετές εργασίες για την αποκατάστασή του στο παρελθόν, αλλά χρήζει συνεχούς συντήρησης και στερέωσης.
Το ελληνικό πνεύμα του μέτρου και της αρμονίας χαρακτηρίζει το ναό της Καπνικαρέας. Το κτήριο προσαρμόζεται αρμονικά στο ανθρώπινο μέτρο. Εσωτερικά, αποπνέει μια ήρεμη ατμόσφαιρα, ανυψώνοντας τον πιστό, κάνοντάς τον να πλησιάσει αρμονικά την Θεϊκή Παρουσία χωρίς να προκαλεί υπέρμετρο δέος για τον Θεό στους πιστούς. [30]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ε. Drakopοulou 2009, [1] σελ. 146
Χ. Μπούρας, Λ. Μπούρα 2002, [2] σελ. 49-50
Χ. Μπούρας, 2010, [3] ,[5]σελ. 198. 200-201
Υπουργείο Πολιτισμού 2012 [4]
Ν. Γκιολές 2006, [6-9-11-18 -20-22-26-28]σελ. 521,527,130, 522 ,519,534
Ν. Γκιολές 1992 [19] σελ. 530
Ό.π., [7 -12-13-14-15-16 -27-29-30 ] σελ. 519-544.528,126,530,531
Π. Βοκοτόπουλος, 1969 [8] ,[10]σελ. 164
Μ. Σωτηρίου [17] σελ. 103 εικ. 1
Κ. Καβαρνού 1985 [21]. 63
Α. Αλιβιζάτος 1937-1938, [23-24-25] σελ.. 180,169,182
Η Βασιλική Καλεσιοπούλου είναι Αρχαιολόγος με Μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαιολογία της Ανατολικής Μεσογείου . Είναι συνεργάτης του εγκεκριμμένου εκπαιδευτικού προγράμματος <Τα Βυζαντινά Μνημεία της Αθήνας > και μία εκ των υπευθύνων για τις εκπαιδευτικές δράσεις του συλλόγου μας .